Καθώς o ιδιοπαθής τρόμος δεν περιορίζει πάντοτε την λειτουργικότητα και την ποιότητα ζωής του ασθενούς, η θεραπεία δεν είναι πάντοτε αναγκαία και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις ανάγκες του κάθε ασθενή. Υπάρχουν άνθρωποι με ήπιο τρόμο από μικρή ηλικία και οικογενειακό ιστορικό που ζουν με αυτό χωρίς προβλήματα και δεν επισκέπτονται ποτέ κάποιον νευρολόγο. Εάν ο τρόμος χειροτερεύσει στην διάρκεια των ετών ή εάν εμφανιστούν κάποια καινούργια συμπτώματα που ο ασθενής δεν είχε πριν, τότε αναζητείται συνήθως η συμβουλή του νευρολόγου. Από την άλλη πλευρά, σε πολλές περιπτώσεις, ο τρόμος είναι εξαιρετικά έντονος και η θεραπεία είναι απαραίτητη για να είναι λειτουργικός ο ασθενής στην καθημερινότητά του.
Η φαρμακευτική θεραπεία περιλαμβάνει από την δεκαετία του ’80 περίπου κυρίως την προπρανολόλη (β-αποκλειστής) και ως δεύτερη επιλογή την πριμιδόνη. Πολλές άλλες κατά κανόνα αντιεπιληπτικές ουσίες όπως η τοπιραμάτη, γκαμπαπεντίνη ή πρεγκαμπαλίνη πιθανώς να βελτιώνουν κάποιους ασθενείς, και δοκιμάζονται στην κλινική πράξη, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν έως σήμερα ικανοποιητικές μελέτες που να αποδεικνύουν την δράση τους. Το ίδιο ισχύει και για την χρήση ενδομυϊκών ενέσεων συγκεκριμένης τοξίνης (
http://www.hygeia.gr/Services/departments/department/731/kinitikon-diataraxon.html) που κατά κανόνα χρησιμοποιείται στην δυστονία, δράση της οποίας στον ιδιοπαθή τρόμο είναι υπό μελέτη.
Σε περιπτώσεις που ο τρόμος δεν ελέγχεται με φαρμακευτική θεραπεία, επηρεάζει σημαντικά την ποιότητα ζωής του ασθενούς και πληρούνται κάποιες απαραίτητες προϋποθέσεις, η χειρουργική θεραπεία μπορεί να εφαρμοστεί, συνήθως με τηνδεινέργεια εν τω βάθει εγκεφαλικής διέγερσης (Deep Brain Stimulation), αν και σπάνια μπορούν να εφαρμοστούν και άλλες μέθοδοι. Το DBS σε συγκεκριμένο πυρήνα του θαλάμου, θεωρείται η προτιμώμενη χειρουργική θεραπεία για ασθενείς με έντονο τρόμο που δεν ανταποκρίνεται στην θεραπεία. Παρά την ευρεία χρήση του DBS, δεν υπάρχει ακόμα μια διπλή-τυφλή, ελεγχόμενη με εικονικό φάρμακο μελέτη για την χρήση του στον Ιδιοπαθή τρόμο. Ωστόσο, από τις υπάρχουσες μελέτες, οι περισσότερες έχουν αναφέρει ευεργετικά μακροπρόθεσμα αποτελέσματα. Οι συνηθέστερες επιπλοκές, μπορεί να είναι δυσαρθρία και αστάθεια.
Έρευνες με ενθαρρυντικά προκαταρκτικά αποτελέσματα που χρησιμοποιούν άλλες τεχνικές είναι σε εξέλιξη.